-
1 καταπιστεύω
A trust,ταῖς ἰδίαις δυνάμεσι Plb.2.3.3
; τινι Hld.4.13: c. [tense] pres. or [tense] fut. inf., Id.6.7, 1.23; : abs., feel confidence, Plu.Lys.8, Gal.12.692.II entrust, τινὶ τὴν ἄμυναν, τὴν διοίκησιν, Zos.1.36, 3.2; ; τινι c. inf., Sammelb. 5273.4 (v A. D.):—[voice] Pass., to be entrusted, POxy.136.8 (vi A. D.): also in [tense] pf. part., devoted,ἀνὴρ ταῖς Μούσαις -πεπιστευμένος Phalar.Ep.93.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπιστεύω
См. также в других словарях:
καταπιστεύω — (AM) 1. πιστεύω πολύ, έχω τυφλή πίστη σε κάποιον, έχω πεποίθηση σε κάποιον ή σε κάτι («καταπιστεύω ταῑς ἰδίαις δυνάμεσι», Πολ.) 2. εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον 3. φρ. α) «καταπιστεύομαι ὑπό τινος» ή «καταπιστεύομαι τινί» μέ εμπιστεύεται κάποιος,… … Dictionary of Greek